-
1 κατα-μελετάω
κατα-μελετάω, üben; τὰς αἰσϑήσεις ἐμπειρίᾳ καί τινι τριβῇ Plat. Phil. 55 e; τὴν ἀνδρείαν δεῖ καταμελετᾶσϑαι Legg. I, 649 c; Sp., die es, wie Eust., auch mit dem gen. verbinden.
1 κατα-μελετάω
κατα-μελετάω, üben; τὰς αἰσϑήσεις ἐμπειρίᾳ καί τινι τριβῇ Plat. Phil. 55 e; τὴν ἀνδρείαν δεῖ καταμελετᾶσϑαι Legg. I, 649 c; Sp., die es, wie Eust., auch mit dem gen. verbinden.